Λαιμαργία στα τούρκικα

Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oburluk, gluttony, olan oburluk, oburluğu, açgözlülük
Λαιμαργία στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαιμαργία

λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας τούρκικα, λαιμαργία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λαθρεμπόριο στα τούρκικα - kaçakçılık, kaçakçılığı, kaçakçılığın, kaçakçılığının, kaçakç
  • λαθροκυνηγός στα τούρκικα - pişiriciler, Kaçak avcılar, Poachers, The Poachers
  • λαιμός στα τούρκικα - gırtlak, boyun, boğaz, ağrısı, boğazı, boğazda
  • λακκάκι στα τούρκικα - gamze, dimple, çukur, dimple'ait, gamzen
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: oburluk, gluttony, olan oburluk, oburluğu, açgözlülük