Λαιμαργία στα ουγγρικά
Μετάφραση: λαιμαργία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
torkosság, falánkság, a falánkság, falánkságot, a torkosság
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαιμαργία
λαιμαργία ετυμολογία, ονειροκρίτης λαιμαργία, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, η λαιμαργία, λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λαιμαργία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λαθρεμπόριο στα ουγγρικά - csempészés, csempészet, a csempészet, csempészetet
- λαθροκυνηγός στα ουγγρικά - vadorzó, orvvadász, orvhalász, orvvadászok, Poachers, az orvvadászok, vadorzók, ...
- λαιμός στα ουγγρικά - torok, ingnyak, torkát, a torok, torokban, torkán
- λακκάκι στα ουγγρικά - grüberli, gödröcske, gödröcske arcon, gödröcskét, mélyedés, horpadás
Τυχαίες λέξεις
Λαιμαργία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: torkosság, falánkság, a falánkság, falánkságot, a torkosság
Μεταφράσεις: torkosság, falánkság, a falánkság, falánkságot, a torkosság