Σαρκαστικός στα δανικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sarkastisk, sarkastiske, spydige, spydig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, σαρκαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα δανικά - Gibe, slidte hånlighed
- σαρκασμός στα δανικά - grave, sarkasme, sarkastisk, sarkasmen
- σαρκικός στα δανικά - kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly
- σαρκοβόρος στα δανικά - kødædende, kødædere, carnivorous, rovfisk, rovdyr
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sarkastisk, sarkastiske, spydige, spydig
Μεταφράσεις: sarkastisk, sarkastiske, spydige, spydig