Σαρκαστικός στα σουηδικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sarkastisk, sarkas, sarkastiskt, sarkastiska, sarcastic
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, σαρκαστικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα σουηδικά - gibe, gliring, pik
- σαρκασμός στα σουηδικά - gräva, sarkasm, sarcasm, sarcasmen
- σαρκικός στα σουηδικά - kötts, fleshly, köttsliga, köttslig, köttsligt
- σαρκοβόρος στα σουηδικά - köttätande, carnivorous, köttätare, ätande, av köttätande
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sarkastisk, sarkas, sarkastiskt, sarkastiska, sarcastic
Μεταφράσεις: sarkastisk, sarkas, sarkastiskt, sarkastiska, sarcastic