Σαρκαστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alaylı, alaycı, sarcastic, iğneleyici, alaycı bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, σαρκαστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα τούρκικα - alay, gibe, dalga geçmek, alay etmek, dokundurmak
- σαρκασμός στα τούρκικα - istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme
- σαρκικός στα τούρκικα - bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli
- σαρκοβόρος στα τούρκικα - etobur, etçil, etçil bir, etobur bir, carnivorous
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alaylı, alaycı, sarcastic, iğneleyici, alaycı bir
Μεταφράσεις: alaylı, alaycı, sarcastic, iğneleyici, alaycı bir