Σαρκαστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sarkastiškas, sarkastiški, sarkastiška, sarcastic, išsireiškė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σαρκαστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα λιθουανικά - pašaipa, pajuokti, pašiepti, Izsmiekls, pajuoka
- σαρκασμός στα λιθουανικά - kasti, rausti, sarkazmas, sarkazmo, sarkazmu, sarcasm
- σαρκικός στα λιθουανικά - kūniškas, kūniški, kūniškiems, Plokščia
- σαρκοβόρος στα λιθουανικά - mėsėdis, mėsėdžius, mėsėdžių, mėsėdžiams, mėsėdžiai
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sarkastiškas, sarkastiški, sarkastiška, sarcastic, išsireiškė
Μεταφράσεις: sarkastiškas, sarkastiški, sarkastiška, sarcastic, išsireiškė