Σαρκαστικός στα φινλανδικά

Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piikikäs, pilkkaava, kyyninen, pilkallinen, sarkastinen, ivallinen, sarkastisia, sarcastic, sarkastista
Σαρκαστικός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός

σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, σαρκαστικός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαρκάζω στα φινλανδικά - ivata, irvailla, ilkkua, ivailla, Giben varrelle, Giben, Gibe, ...
  • σαρκασμός στα φινλανδικά - kaivertaa, kaivaminen, paukku, käsittää, puurtaa, sarkasmi, sarkasmia, ...
  • σαρκικός στα φινλανδικά - rietas, lihallinen, lihallisen, lihalliset, lihallisia, lihallisista
  • σαρκοβόρος στα φινλανδικά - lihansyöjä, lihansyöjä-, carnivorous, lihansyöjäkaloja, lihaa syövien
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: piikikäs, pilkkaava, kyyninen, pilkallinen, sarkastinen, ivallinen, sarkastisia, sarcastic, sarkastista