Σαρκαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sarcástico, sarcástica, sarcásticos, sarcastic, sarcasmo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαρκαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα πορτογαλικά - vaiar, zombar, mobilizar, escárnio, zombaria, gibe, giba, ...
- σαρκασμός στα πορτογαλικά - revolver, escavação, cavar, dificuldade, lidar, sarcasmo, o sarcasmo, ...
- σαρκικός στα πορτογαλικά - carnal, carnais, da carne, fleshly
- σαρκοβόρος στα πορτογαλικά - carnívoro, carnívoros, carnívora, carnivorous, carnívoras
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sarcástico, sarcástica, sarcásticos, sarcastic, sarcasmo
Μεταφράσεις: sarcástico, sarcástica, sarcásticos, sarcastic, sarcasmo