Σαρκαστικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
саркастычны, саркастычнае
Σαρκαστικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός

σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σαρκαστικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σαρκάζω στα λευκορωσικά - насмешка, кпіны, насьмешка, здзек, кпін
  • σαρκασμός στα λευκορωσικά - працаваць, сарказм
  • σαρκικός στα λευκορωσικά - плоцкі, цялесны
  • σαρκοβόρος στα λευκορωσικά - пажадлівы
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: саркастычны, саркастычнае