Σαρκαστικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sarcastic, sarcastică, sarcastica, a dreptul sarcastic, dreptul sarcastic
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σαρκαστικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα ρουμανικά - zeflemea, glumă răutăcioasă, gibe, batjocură, ironiza
- σαρκασμός στα ρουμανικά - dezgropa, sarcasm, sarcasmul, sarcasmului, de sarcasm, sarcastic
- σαρκικός στα ρουμανικά - trupesc, trupească, carne, carnală, de carne
- σαρκοβόρος στα ρουμανικά - carnivor, carnivore, carnivori, carnivora, carnivore cu
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: sarcastic, sarcastică, sarcastica, a dreptul sarcastic, dreptul sarcastic
Μεταφράσεις: sarcastic, sarcastică, sarcastica, a dreptul sarcastic, dreptul sarcastic