Σαρκαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sarcastico, sarcastica, sarcasmo, sarcastici, sarcastic
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός
σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, σαρκαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σαρκάζω στα ιταλικά - beffeggiare, finto, imitare, irridere, stoccata, beffa, frecciata, ...
- σαρκασμός στα ιταλικά - sarcasmo, il sarcasmo, sarcasm, sarcasmi, di sarcasmo
- σαρκικός στα ιταλικά - carnale, carnali, della carne, fleshly, sensuale
- σαρκοβόρος στα ιταλικά - carnivoro, carnivori, carnivora, carnivore, carnivori da
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sarcastico, sarcastica, sarcasmo, sarcastici, sarcastic
Μεταφράσεις: sarcastico, sarcastica, sarcasmo, sarcastici, sarcastic