Δυο στα εσθονικά

Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaks, kahe, kahte, kahest, kahes
Δυο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυο

δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας εσθονικά, δυο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δυνατά στα εσθονικά - tungivalt, tugevalt, valjult, valjusti, valjuhäälselt, kõvasti, kõva häälega
  • δυνατός στα εσθονικά - tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, ...
  • δυσάρεστος στα εσθονικά - vastumeelne, ebameeldiv, ebameeldiva, ebameeldivad, ebameeldivat
  • δυσανάγνωστος στα εσθονικά - loetamatu, ebaselge, loetamatuks, loetavad, loetamatud
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaks, kahe, kahte, kahest, kahes