Δυο στα ουκρανικά

Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
два, дві, двоє, двох
Δυο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυο

δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δυο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δυνατά στα ουκρανικά - сильно, голосно, гучно
  • δυνατός στα ουκρανικά - провідний, витривалий, підсилений, ведучий, добрячий, енергійний, дужий, ...
  • δυσάρεστος στα ουκρανικά - неприємний, дратує, неприємного, неприємна
  • δυσανάγνωστος στα ουκρανικά - нудний, занудливий, нерозбірливий, нечитаний
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: два, дві, двоє, двох