Δυο στα τούρκικα
Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iki, iki adet, ikisi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυο
δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δυο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δυνατά στα τούρκικα - yüksek sesle, sesle, gürültüyle
- δυνατός στα τούρκικα - katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, ...
- δυσάρεστος στα τούρκικα - nahoş, nahoş bir, hoşa gitmeyen, hoş olmayan, disagreeable
- δυσανάγνωστος στα τούρκικα - okunaksız, okunamayan, okunamaz, okunamıyor, okunmaz, yazılar okunamıyor
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iki, iki adet, ikisi
Μεταφράσεις: iki, iki adet, ikisi