Δυο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
два, дзве
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυο
δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δυνατά στα λευκορωσικά - гучна, моцна, голасна, ўголас
- δυνατός στα λευκορωσικά - моцны, магчымы, магчымую, магчымая, магчымае, патэнцыйны
- δυσάρεστος στα λευκορωσικά - непрыемны, прыкры, непрыемнае, непрыемную, непрыемная
- δυσανάγνωστος στα λευκορωσικά - нечытэльны
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: два, дзве
Μεταφράσεις: два, дзве