Δυο στα τσεχικά

Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dvojka, dvě, dva, dvou, dvěma
Δυο στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυο

δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας τσεχικά, δυο στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δυνατά στα τσεχικά - silně, hlasitě, nahlas, hlasitěji, hlasité
  • δυνατός στα τσεχικά - rázný, mohutný, účinný, silný, silně, energický, vlivný, ...
  • δυσάρεστος στα τσεχικά - nemilý, odporný, mrzutý, protivný, nepříjemný, nepříjemné, nepříjemná, ...
  • δυσανάγνωστος στα τσεχικά - nerozluštitelný, nečitelný, nečitelná, nečitelné, špatně čitelné, špatně čitelné z
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dvojka, dvě, dva, dvou, dvěma