Δυο στα ισλανδικά
Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tveir, Tveggja, tvö, tveimur, tvær
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυο
δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δυο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δυνατά στα ισλανδικά - hátt, hástöfum, fram hátt, hátt að, Mörgum í stúkunni fannst
- δυνατός στα ισλανδικά - ríkur, mögulegt, hægt, mögulegt er, unnt, hægt er
- δυσάρεστος στα ισλανδικά - disagreeable
- δυσανάγνωστος στα ισλανδικά - ólæsileg, ólæsilegar, ólesanleg, ólesanlegt, ólesanlegur
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tveir, Tveggja, tvö, tveimur, tvær
Μεταφράσεις: tveir, Tveggja, tvö, tveimur, tvær