Δυο στα ιταλικά
Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
due, a due, di due
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυο
δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας ιταλικά, δυο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δυνατά στα ιταλικά - forte, ad alta voce, alta voce, voce alta, a voce alta
- δυνατός στα ιταλικά - consistente, valido, vigoroso, massiccio, saldo, forte, poderoso, ...
- δυσάρεστος στα ιταλικά - increscioso, scortese, fastidioso, spiacevole, sgradevole, antipatico, sgradevoli, ...
- δυσανάγνωστος στα ιταλικά - illeggibile, illeggibili, leggibile, indecifrabile, non leggibile
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: due, a due, di due
Μεταφράσεις: due, a due, di due