Καθιστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
istuv, istuva, istuva eluviisiga, istuvast, väheliikuva
Καθιστικός στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθιστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθησύχαση στα εσθονικά - kinnitus, rahustamine, kindlustunnet, kindlustunde, edasikindlustuse
  • καθιερώνω στα εσθονικά - asutama, tuvastama, kanoniseerima, pyhimykseksi, Kanonisoida, kanoniseerinud, Kuulutab pyhimykseksi
  • καθιστώ στα εσθονικά - muutma, tegema, andma, eelisostuõigus, muuta, muuda, muudavad
  • καθοδήγηση στα εσθονικά - nõustamine, abi, juhendamine, juhiseid, juhised, suuniseid, suunised
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: istuv, istuva, istuva eluviisiga, istuvast, väheliikuva