Καθιστικός στα φινλανδικά

Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuva, istuma-, istumista, liikunnan, sedentaarisia, istumatyötä
Καθιστικός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καθιστικός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθησύχαση στα φινλανδικά - varmuus, varmuuden, rauhoittaa, varmuutta, vakuutusedustajilta
  • καθιερώνω στα φινλανδικά - sijoittaa, säätää, perustaa, luoda, laatia, todeta, kanonisoida, ...
  • καθιστώ στα φινλανδικά - luovuttaa, kääntää, kuvata, hankkia, esittää, tehdä, renderöinti, ...
  • καθοδήγηση στα φινλανδικά - opastus, eväät, neuvoa, neuvonta, ohjaus, ohjeita, ohjausta, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: istuva, istuma-, istumista, liikunnan, sedentaarisia, istumatyötä