Καθιστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сядзячы, сядзячая, сядзячую, сядзячых
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστικός
καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθιστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καθησύχαση στα λευκορωσικά - запэўненне, засведчанне, запэўніванне, завярэнне, засведчыць
- καθιερώνω στα λευκορωσικά - будаваць, кананізаваць
- καθιστώ στα λευκορωσικά - перевадзiць, аказваць, рабіць
- καθοδήγηση στα λευκορωσικά - кіраўніцтва, Дапаможнік, Лідэрства
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сядзячы, сядзячая, сядзячую, сядзячых
Μεταφράσεις: сядзячы, сядзячая, сядзячую, сядзячых