Καθιστικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyrrsetu, kyrr, kyrrsetufólk, kyrrsetulifið
Καθιστικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθιστικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθησύχαση στα ισλανδικά - fullvissu, hughreysting, hughreystingu
  • καθιερώνω στα ισλανδικά - stofnsetja, canonize
  • καθιστώ στα ισλανδικά - bakið, gera, láta, veita, láta verða
  • καθοδήγηση στα ισλανδικά - leiðsaga, leiðsögn, leiðbeiningar, ráðgjöf, leiðbeiningum, leiðbeiningarnar
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kyrrsetu, kyrr, kyrrsetufólk, kyrrsetulifið