Καθιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zittend, sedentaire, zittende, sedentair, de sedentaire
Καθιστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθησύχαση στα ολλανδικά - geruststelling, zekerheid, verzekering, herverzekering, gerustgesteld
  • καθιερώνω στα ολλανδικά - stichten, oprichten, grondvesten, vestigen, vaststellen, baseren, funderen, ...
  • καθιστώ στα ολλανδικά - reproduceren, weergeven, bevoorraden, verschaffen, vertolken, vertalen, overzetten, ...
  • καθοδήγηση στα ολλανδικά - adviseren, raad, advies, aanraden, raadgeving, leiding, richtsnoer, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zittend, sedentaire, zittende, sedentair, de sedentaire