Καθιστικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugvó, tanácskozó, kotló, ülésezés, ülő, mozgásszegény, az ülő, a mozgásszegény, vándorló
Καθιστικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθιστικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καθησύχαση στα ουγγρικά - viszontbiztosítás, felbátorítás, megnyugtatás, viszontbiztosítási, megnyugtató, biztosítékot
  • καθιερώνω στα ουγγρικά - kanonizál, szentté avat
  • καθιστώ στα ουγγρικά - render, teszi, teszik, tehetik, tétele
  • καθοδήγηση στα ουγγρικά - tanácsadás, útmutatást, iránymutatást, útmutató, iránymutatás
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nyugvó, tanácskozó, kotló, ülésezés, ülő, mozgásszegény, az ülő, a mozgásszegény, vándorló