Καθιστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedentário, sedentários, sedentária, sedentárias, sedentarismo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστικός
καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ, καθιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθιστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθησύχαση στα πορτογαλικά - reafirmação, resseguro, garantia, tranquilidade, garantias
- καθιερώνω στα πορτογαλικά - instalar, estabeleça, essencial, estabelecer, domiciliar, fundar, canonizar, ...
- καθιστώ στα πορτογαλικά - fornecer, prover, abastecer, pôr, tornar, remunerar, suprir, ...
- καθοδήγηση στα πορτογαλικά - persuadir, aconselhar, conselho, orientação, orientações, de orientação, guia, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sedentário, sedentários, sedentária, sedentárias, sedentarismo
Μεταφράσεις: sedentário, sedentários, sedentária, sedentárias, sedentarismo