Νόμισμα στα εσθονικά
Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maksevahend, vääring, valuuta, vääringus, valuutas, vääringu, raha
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμισμα
νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, νόμισμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- νόμιμα στα εσθονικά - seaduslikult, õiguslikult, juriidiliselt, seadusega, õiguspäraselt
- νόμιμος στα εσθονικά - õiguspärane, legaalne, õigusjärgne, legitiimne, seaduslik, õiguslik, juriidiline, ...
- νόμος στα εσθονικά - seadus, õigus, õiguse, õigusega, õiguses
- νόρμα στα εσθονικά - norm, normiks, normi, normist, normiga
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: maksevahend, vääring, valuuta, vääringus, valuutas, vääringu, raha
Μεταφράσεις: maksevahend, vääring, valuuta, vääringus, valuutas, vääringu, raha