Νόμισμα στα ιταλικά

Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valuta, moneta, valuta Spese di, valuta Spese, di valuta
Νόμισμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόμισμα

νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, νόμισμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • νόμιμα στα ιταλικά - legalmente, giuridicamente, giorno festivo, legge, legale
  • νόμιμος στα ιταλικά - legale, onesto, legittimo, giudiziario, lecito, legalitario, giuridica, ...
  • νόμος στα ιταλικά - diritto, legge, legislazione, il diritto, normativa
  • νόρμα στα ιταλικά - norma, normativa, regola, norm
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: valuta, moneta, valuta Spese di, valuta Spese, di valuta