Νόμισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
valuta, munt, munteenheid, geld
Νόμισμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόμισμα

νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νόμισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νόμιμα στα ολλανδικά - wettelijk, legaal, juridisch, rechtsgeldig, wettig
  • νόμιμος στα ολλανδικά - gewettigd, rechtmatig, echt, legitiem, wettelijk, legaal, wettig, ...
  • νόμος στα ολλανδικά - wet, jurisprudentie, politie, recht, wetgeving, rechtspraak, de wet
  • νόρμα στα ολλανδικά - gemiddeld, standaardmaat, gemiddelde, regel, norm, norm is, normen
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: valuta, munt, munteenheid, geld