Νόμισμα στα σουηδικά

Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
valuta, valutan
Νόμισμα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόμισμα

νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, νόμισμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • νόμιμα στα σουηδικά - lagligt, juridiskt, lagligen, rättsligt, lag
  • νόμιμος στα σουηδικά - laglig, rättmätig, legitim, juridisk, lagliga, juridiska, rättsliga
  • νόμος στα σουηδικά - lag, juridik, rätten, lagstiftning, lagen, lagstiftningen
  • νόρμα στα σουηδικά - norm, normen, regel
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: valuta, valutan