Νόμισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moeda, de moeda, moeda corrente, currency, moeda de
Νόμισμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόμισμα

νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νόμισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • νόμιμα στα πορτογαλικά - legalmente, juridicamente, legal, jurídica, lei
  • νόμιμος στα πορτογαλικά - legal, jurídica, jurídico, colectiva, legais
  • νόμος στα πορτογαλικά - lei, polícia, loureiro, jurisprudência, direito, legislação, o direito, ...
  • νόρμα στα πορτογαλικά - normas, meio-dia, norma, regra, normal, norma de
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: moeda, de moeda, moeda corrente, currency, moeda de