Νόμισμα στα τούρκικα

Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçerlik, para, döviz, para birimi, kur, para cinsinden
Νόμισμα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόμισμα

νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, νόμισμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • νόμιμα στα τούρκικα - yasal, yasal olarak, hukuken, hukuki, kanunen
  • νόμιμος στα τούρκικα - yasal, hukuki, tüzel, hukuk, kanuni
  • νόμος στα τούρκικα - zabıta, kanun, yasa, adalet, hukuk, hukuku, yasası
  • νόρμα στα τούρκικα - ortalama, düzgü, norm, örnek, normu, kural, standart, ...
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: geçerlik, para, döviz, para birimi, kur, para cinsinden