Νόμισμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénznem, valuta, pénznemben, valutában, deviza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμισμα
νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, νόμισμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- νόμιμα στα ουγγρικά - jogilag, legálisan, jogszerűen, jogi, törvényesen
- νόμιμος στα ουγγρικά - bírósági, megengedett, jogos, törvényszéki, legális, jogi, a jogi, ...
- νόμος στα ουγγρικά - törvény, jog, joggal, jogszabályok, jogot
- νόρμα στα ουγγρικά - norma, normatíva, normát, szabvány, norm, normává
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pénznem, valuta, pénznemben, valutában, deviza
Μεταφράσεις: pénznem, valuta, pénznemben, valutában, deviza