Νόμισμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: νόμισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valiuta, Valiutos, valiutų, valiutą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμισμα
νόμισμα ρουμανίας, νόμισμα ουκρανίας, νόμισμα τσεχίας, νόμισμα σερβίας, νόμισμα ισραήλ, νόμισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νόμισμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- νόμιμα στα λιθουανικά - teisiškai, teisėtai, legaliai, juridiškai
- νόμιμος στα λιθουανικά - juridinis, teisinis, teisinė, juridinio, teisinio
- νόμος στα λιθουανικά - įstatymas, policija, dėsnis, teisė, teisės, teisėsaugos, teisės aktai
- νόρμα στα λιθουανικά - vidurkis, norma, normos, įprasta, normą
Τυχαίες λέξεις
Νόμισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: valiuta, Valiutos, valiutų, valiutą
Μεταφράσεις: valiuta, Valiutos, valiutų, valiutą