Βότανο στα ισλανδικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jurt, kryddjurt, Jurtin, jurt sem, grasalyf
Βότανο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βότανο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα ισλανδικά - norður, North, norðan, fyrir norðan
  • βόσκω στα ισλανδικά - beita, beit, þú vafrar, vafrar, vefskoðun, vafrað
  • βότσαλο στα ισλανδικά - Pebble, steinvala
  • βύθισμα στα ισλανδικά - ádráttur, drög, drög að, drögin, uppkast, ina drög
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: jurt, kryddjurt, Jurtin, jurt sem, grasalyf