Βότανο στα ρωσικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зелье, трава, растение, травы, трав
Βότανο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας ρωσικά, βότανο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα ρωσικά - северный, полуночный, нордовый, северянин, Северная, к северу, северу, ...
  • βόσκω στα ρωσικά - царапина, стравливать, ссадина, задевание, пастись, касание, просмотр, ...
  • βότσαλο στα ρωσικά - галечник, галька, гонт, тонтина, дранка, вывеска, галечный, ...
  • βύθισμα στα ρωσικά - поток, нацеживание, чертёж, растягивание, шашка, протяжение, забрасывание, ...
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: зелье, трава, растение, травы, трав