Ενεργητικό στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignir, eign, eignum, eigna
Ενεργητικό στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενεργητικό στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα ισλανδικά - inmost
  • ενεργά στα ισλανδικά - virk, virka, virkt, virkur, virkir
  • ενεργητικός στα ισλανδικά - ötull, duglegum, öflugt, duglegir, mjög duglegir
  • ενεργοποίηση στα ισλανδικά - virkjun, örvun, virkja, að virkja, virkjunargjald
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eignir, eign, eignum, eigna