Ενεργητικό στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktyvai, lėšos, turtas, turto, turtą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενεργητικό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα λιθουανικά - toliausias, giliausias, slapčiausias, Najskrytszy, Gulintis giliai viduje
- ενεργά στα λιθουανικά - aktyvus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia
- ενεργητικός στα λιθουανικά - energingas, energingi, energinga, energingą, energetinis
- ενεργοποίηση στα λιθουανικά - aktyvavimas, aktyvavimo, aktyvacijos, aktyvinimo, aktyvinimas
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aktyvai, lėšos, turtas, turto, turtą
Μεταφράσεις: aktyvai, lėšos, turtas, turto, turtą