Ενεργητικό στα τσεχικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
majetek, přínos, klad, výhoda, aktiva, aktiv, majetku
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενεργητικό στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα τσεχικά - důvěrný, naznačit, oznámit, intimní, nejvnitřnější, inmost
- ενεργά στα τσεχικά - aktivní, účinná, aktivním, činné, aktivního
- ενεργητικός στα τσεχικά - energický, rázný, účinný, energetické, aktivní, energetická, energetický
- ενεργοποίηση στα τσεχικά - oživení, aktivace, aktivační, aktivaci, aktivací
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: majetek, přínos, klad, výhoda, aktiva, aktiv, majetku
Μεταφράσεις: majetek, přínos, klad, výhoda, aktiva, aktiv, majetku