Ενεργητικό στα πολωνικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiadłość, własność, wkład, awantaż, atut, zasób, zaleta, majątek, aktywa, aktywów, wartości, trwałe
Ενεργητικό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενεργητικό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα πολωνικά - buduarowy, poufały, spoufalony, wskazać, kameralny, poinformować, serdeczny, ...
  • ενεργά στα πολωνικά - aktywnie, czynnie, aktywny, czynny, aktywne, aktywna, aktywnych
  • ενεργητικός στα πολωνικά - energetyczny, sprężysty, energiczny, dynamiczny, energetyczne, energiczna, energetyczna
  • ενεργοποίηση στα πολωνικά - aktywacja, aktywizacja, aktywowanie, aktywacji, aktywacyjny, aktywację, uruchomienie
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: posiadłość, własność, wkład, awantaż, atut, zasób, zaleta, majątek, aktywa, aktywów, wartości, trwałe