Ενεργητικό στα σουηδικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgångar, tillgångarna, tillgångar som, anläggningstillgångar
Ενεργητικό στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας σουηδικά, ενεργητικό στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα σουηδικά - innerlig, intim, innersta, inmost, innerst, rsta, allra innersta
  • ενεργά στα σουηδικά - aktiv, aktiva, aktivt, verksamma, verksamt
  • ενεργητικός στα σουηδικά - energisk, energiska, energi, energiskt, driftigt
  • ενεργοποίηση στα σουηδικά - aktivering, aktiverings, aktiveringen, aktiveras
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillgångar, tillgångarna, tillgångar som, anläggningstillgångar