Ενεργητικό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recurso, ativos, activos, bens, ativo, activo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενεργητικό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα πορτογαλικά - particular, familiar, privado, íntimo, mais íntimo, íntima, mais íntima, ...
- ενεργά στα πορτογαλικά - ativo, activo, activa, ativa, ativos
- ενεργητικός στα πορτογαλικά - enérgico, energético, inimigo, energética, enérgica, energia
- ενεργοποίηση στα πορτογαλικά - ativação, activação, de ativação, de activação, a ativação
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recurso, ativos, activos, bens, ativo, activo
Μεταφράσεις: recurso, ativos, activos, bens, ativo, activo