Ενεργητικό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
средства, средствата, актива, активата, имотот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενεργητικό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα σλαβομακεδονικά - најмал, најмал да му, најмал да
- ενεργά στα σλαβομακεδονικά - активен, активни, активна, активно, активните
- ενεργητικός στα σλαβομακεδονικά - енергични, енергичен, енергична, енергетска, енергетски
- ενεργοποίηση στα σλαβομακεδονικά - активирање, активација, за активирање, активирањето, активирање на
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: средства, средствата, актива, активата, имотот
Μεταφράσεις: средства, средствата, актива, активата, имотот