Ενεργητικό στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актывы
Ενεργητικό στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενεργητικό στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα λευκορωσικά - абвяшчаць, патаемны, таямнічы, шчырага, чалавек шчырага, загадкавы
  • ενεργά στα λευκορωσικά - актыўны, актыўная
  • ενεργητικός στα λευκορωσικά - энергічны, энэргічны
  • ενεργοποίηση στα λευκορωσικά - актывацыя
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: актывы