Ενεργητικό στα ισπανικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ventaja, bienes, activo, activos, los activos, activos de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας ισπανικά, ενεργητικό στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα ισπανικά - íntimo, familiar, más íntimo, más recóndito, más íntima, más profundo
- ενεργά στα ισπανικά - activamente, activo, activa, activos, activas
- ενεργητικός στα ισπανικά - enérgico, dinámico, energético, energética, enérgica, energía
- ενεργοποίηση στα ισπανικά - activación, la activación, de activación, activación de, la activación de
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: ventaja, bienes, activo, activos, los activos, activos de
Μεταφράσεις: ventaja, bienes, activo, activos, los activos, activos de