Βανίλια στα ιταλικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaniglia, di vaniglia, alla vaniglia, vanilla, la vaniglia
Βανίλια στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας ιταλικά, βανίλια στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα ιταλικά - cotone, di cotone, del cotone, in cotone, il cotone
  • βαμβακερός στα ιταλικά - cotone, in cotone, del cotone
  • βανδαλισμός στα ιταλικά - vandalismo, atti vandalici, atti di vandalismo, vandalici, il vandalismo
  • βαρέλι στα ιταλικά - barile, botte, fusto, canna, barilotto, barrel
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vaniglia, di vaniglia, alla vaniglia, vanilla, la vaniglia