Βανίλια στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ванила, ванилин, ванилата, од ванила, на ванила
Βανίλια στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βανίλια στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα σλαβομακεδονικά - памукот, памук, памучна, памучни, памучно
  • βαμβακερός στα σλαβομακεδονικά - памукот, во памук, со памук, во памучна, од Памук
  • βανδαλισμός στα σλαβομακεδονικά - вандализам, вандализмот, на вандализам, вандалско однесување
  • βαρέλι στα σλαβομακεδονικά - барел, за барел, буре, цевка, цевката
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ванила, ванилин, ванилата, од ванила, на ванила