Βανίλια στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ваніль
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βανίλια
βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βανίλια στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βαμβακερό στα λευκορωσικά - бавоўна, бавоўну, хлопок, воплеск, бавоўны
- βαμβακερός στα λευκορωσικά - бавоўны
- βανδαλισμός στα λευκορωσικά - вандалізм, вандалізм суцэльны
- βαρέλι στα λευκορωσικά - барэль
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ваніль
Μεταφράσεις: ваніль