Βανίλια στα σουηδικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanilj, vanilla
Βανίλια στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας σουηδικά, βανίλια στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα σουηδικά - bomull, bomulls, bomullen
  • βαμβακερός στα σουηδικά - bomull, i bomull, för bomull, bomulls, med bomull
  • βανδαλισμός στα σουηδικά - vandalism, vandalisering, skadegörelse, skadegörelsen
  • βαρέλι στα σουηδικά - gevärspipa, tunna, fat, pipan, cylindern, trumma, cylinder
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vanilj, vanilla