Βανίλια στα πολωνικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wanilia, waniliowy, wanilii, vanilla, waniliowym
Βανίλια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας πολωνικά, βανίλια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα πολωνικά - wata, bawełna, bawełniany, bawełny, bawełniane, bawełniana
  • βαμβακερός στα πολωνικά - bawełna, wata, bawełny, bawełną, i jedwabiu, i jedwabiu na, bawełnę
  • βανδαλισμός στα πολωνικά - demolować, barbarzyństwo, dewastacja, wandalizm, wandalizmu, wandalizmem, akty wandalizmu, ...
  • βαρέλι στα πολωνικά - baniak, baryłka, baryła, lufa, beczułka, beczkować, beczka, ...
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wanilia, waniliowy, wanilii, vanilla, waniliowym