Βανίλια στα ολλανδικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vanille, vanilla, de vanille, van vanille
Βανίλια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βανίλια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα ολλανδικά - katoen, katoenen, van katoen
  • βαμβακερός στα ολλανδικά - katoen, in, op, in de, in het, van
  • βανδαλισμός στα ολλανδικά - vandalisme, vernielingen, vernieling, vandalisme te
  • βαρέλι στα ολλανδικά - vat, ton, fust, loop, barrel, cilinder
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vanille, vanilla, de vanille, van vanille